υποτάκτης

υποτάκτης
ὁ, Α [ὑποτάσσω]
1. αυτός που υποτάσσει κάποιον («ὦ τῶν ὑπερεχόντων ὑποτάκται, ὦ τῶν ὑποτεταγμένων ὑψωταί», πάπ.)
2. αξιωματούχος με αρμοδιότητες στους εφήβους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποτάκτρια — ἡ, Μ (για μοναχή) αυτή που βρίσκεται υπό πνευματική καθοδήγηση ή που τηρεί ορισμένο κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτάσσω (πρβλ. ὑποτάκτης, ὑποτακτικός) + κατάλ. θηλ. τρια (πρβλ. ποιή τρια, σφάκ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • υποτακτίτης — και ὑποτακτήτης, ὁ, Μ (για μοναχό) αυτός που υπόκειται στην καθοδήγηση κάποιου ή στην τήρηση ορισμένου κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποτάσσω (πρβλ. ὑποτάκτης, ὑποτακτικός) + κατάλ. ίτης*. Για τον τ. ὑποτακτήτης, πρβλ. τεχν ήτης (βλ. λ. της*)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποτάκτου — ὑπότακτος agreed masc/fem/neut gen sg ὑποτάκτης one who brings into subjection masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”